- αλαιμος
- boyunsuz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
άλαιμος — η, ο ο χωρίς λαιμό, ο χωρίς ψηλό λαιμό: Ήταν τόσο κοντόλαιμος που φαινόταν άλαιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλαιμος — η, ο [λαιμός] 1. αυτός που δεν έχει λαιμό ή δεν έχει ψηλό λαιμό 2. (για ζώα) αυτός τού οποίου το κεφάλι ενώνεται απευθείας με το σώμα … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek